άτσαλο

άτσαλο
düzensiz, dağınık, intizamsız

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άτσαλος — η, ο επίρρ. α 1. ακατάστατος, άτακτος: Πάντα ήταν ανοικοκύρευτη, άτσαλη. 2. βρόμικος, πρόστυχος: Έχει στόμα πολύ άτσαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”